ὀτραλέαι — ὀτραλέος quickly fem nom/voc pl ὀτραλέᾱͅ , ὀτραλέος quickly fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτραλέον — ὀτραλέος quickly masc acc sg ὀτραλέος quickly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτραλέως — ὀτραλέος quickly adverbial ὀτραλέος quickly masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτραλέη — ὀτραλέος quickly fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτραλέου — ὀτραλέος quickly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
οτρύνω — ὀτρύνω (Α) 1. παροτρύνω σε κάποιο έργο που απαιτεί τόλμη 2. (σπαν. σχετικά με ζώα) παρακινώ, κεντώ, παρορμώ («οὐρῆας τ ὠτρυνε», Ομ. Ιλ.) 3. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, κάνω να γίνει κάτι γρήγορα («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 4. (μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
tu̯er-1 : tur- and tu̯r̥- — tu̯er 1 : tur and tu̯r̥ English meaning: to turn, whirl Deutsche Übersetzung: “drehen, quirlen, wirbeln”, also von lebhafter Bewegung ũberhaupt Note: from which partly tru Material: A. O.Ind. tváratē, turáti “ hurries “, tū… … Proto-Indo-European etymological dictionary